- συγγείτνιος
- συγγείτνιος, ον,A neighbouring, CPR206.9 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγείτνιος — ον, Α συγγείτων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γείτνιος «γειτονικός»] … Dictionary of Greek
συγγειτνιώ — άω, Α [συγγείτνιος] γειτονεύω … Dictionary of Greek